-
1 ἀνδροφθόρος
ἀνδρο-φθόρος, ον,II proparox., ἀνδρόφθορον αῖμα the blood of a slain man, Id.Ant. 1022.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνδροφθόρος
См. также в других словарях:
ανδροφθόρος — ἀνδροφθόρος, ον (Α) 1. φονικός 2. (προπαροξ. φρ.) «ἀνδρόφθορον αἷμα» αίμα σκοτωμένου … Dictionary of Greek